παρεισδύσῃ

παρεισδύσῃ
παρεισδύσηι , παρείσδυσις
slipping in
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρείσδυση — η / παρείσδυσις, ύσεως ΝΜΑ [παρεισδύω] η διείσδυση, η παρείσφρηση αρχ. 1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο 2. οπή, ρωγμή 3. τρόπος, μέσο εισόδου 4. υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • παρέκδυσις — εως, ἡ, Α [παρεκδύομαι] η παρείσδυση …   Dictionary of Greek

  • παρείσφρηση — η η είσοδος ή συμμετοχή ή εισαγωγή κατά λάθος ή με δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσφρησις «είσοδος, παρείσδυση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”